αγρυπνώδης

αγρυπνώδης
ἀγρυπνώδης, -ες [ἄγρυπνος]
αυτός που προκαλεί αϋπνία σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀγρυπνώδεα — ἀγρυπνώδης making sleepless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀγρυπνώδης making sleepless masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγρυπνος — η, ο (Α ἄγρυπνος, ον) 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί, ο άυπνος 2. αυτός που έχει πάντα τεταμένη την προσοχή του, προσεκτικός, έτοιμος αρχ. 1. αυτός που εμποδίζει κάποιον να κοιμηθεί, που κρατάει κάποιον άυπνο 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”